- κτέρισμα
- Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή καίγονταν τελετουργικά κατά την ταφή. Η έννοια των κ. αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία των ταφικών εθίμων και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά κατά την ανθρώπινη προϊστορία. Σε έναν τάφο της παλαιολιθικής περιόδου (περίπου 35000 π.Χ.) στο σημερινό Ιράκ βρέθηκαν ίχνη από πέταλα λουλουδιών, πιθανότατα τα πρώτα κ. της ανθρώπινης ιστορίας. Σχετίζεται τόσο με την απότιση τιμών προς ένα αγαπημένο πρόσωπο όσο και με τις εκάστοτε αντιλήψεις για τη μεταθανάτια ζωή. Η ποσότητα και ο χαρακτήρας των κ. διαφέρουν από τάξη σε τάξη (οι τάφοι εύπορων ανθρώπων περιείχαν πολλά και εξαίρετης ποιότητας αντικείμενα: αγγεία, κοσμήματα, υφάσματα, όπλα κ.ά.) και από άτομο σε άτομο (ένας γεωργός, για παράδειγμα, είναι πολύ πιθανό να ταφεί με το δρεπάνι του). Υπάρχουν όμως και αντικείμενα που απέκτησαν σαφή ταφική χρήση· στην Αθήνα, περίπου στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. άρχισε η κατασκευή ληκύθων λευκού βάθους με νεκρικές παραστάσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά ως ταφικά κ. Η συγκεκριμένη φύση της προσφοράς καθιστά τα κ. πολύτιμο βοηθό στην αρχαιολογική έρευνα, καθώς εμφανίζονται πολύ συχνά στις ανασκαφές.
Κτέρισμα από χαλκό, που βρέθηκε στην Kίνα σε τάφο της εποχής της δυναστείας Σιάγκ.
* * *το (Α κτέρισμα) [κτερίζω]συν. στον πληθ. τα κτερίσματααντικείμενα αξίας ή αντικείμενα προσφιλή στον νεκρό όταν ζούσε, τα οποία έθαβαν οι αρχαίοι μαζί με αυτόναρχ.εναγίσματα, χοές που προσφέρονταν στον τάφο τού νεκρού («εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.